- στρωμνά
- στρωμνά̱ , στρωμνήbed spreadfem nom/voc/acc dualστρωμνά̱ , στρωμνήbed spreadfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρωμνάν — στρωμνά̱ν , στρωμνή bed spread fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωμνάς — στρωμνά̱ς , στρωμνή bed spread fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωμνή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α 1. στρωμένη κλίνη 2. κλίνη, ανάκλιντρο 3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα νεοελλ. παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω… … Dictionary of Greek